Οι πρώτες ύλες χρησιμοποιούνται παντού στην
καθημερινότητά μας. Μπορεί να είναι μέταλλα,
ορυκτά, αλλά και άλλα υλικά όπως ξύλο, καουτσούκ
κ.λπ. Οι σύγχρονες κοινωνίες και οικονομίες δεν
μπορούν να λειτουργήσουν σε βάθος χρόνου αν δεν
εξασφαλίσουν έναν αξιόπιστο, ασφαλή,
ανταγωνιστικό και περιβαλλοντικά ασφαλή
εφοδιασμό με πρώτες ύλες.
Παρά το γεγονός ότι όλες
οι πρώτες ύλες είναι
απαραίτητες, υπάρχει μια
κατηγορία που
χαρακτηρίζονται ως
τεχνολογικές στρατηγικές
πρώτες ύλες που
απαιτούνται για να
καλυφθούν οι σύγχρονες
τάσεις και προκλήσεις σε
τομείς υψηλής
τεχνολογίας όπως η
ψηφιακή βιομηχανία, η
αεροναυπηγική, αλλά και
οι διαρθρωτικές αλλαγές
στον τομέα της ενέργειας
που επιβάλλουν νέα
συστήματα οικολογικής
παραγωγής, αποθήκευσης
και κατανάλωσης
ενέργειας, νέα συστήματα
μεταφορών, κ.λπ.
Παραδείγματα
τεχνολογικών πρώτων υλών
είναι το λίθιο, το
κοβάλτιο και το νικέλιο
αλλά και οι σπάνιες
γαίες που είναι
απαραίτητα για την
παραγωγή μπαταριών για
την ηλεκτροκίνηση και
για παραγωγή μόνιμων
μαγνητών που
χρησιμοποιούνται σε
όλους τους σύγχρονους
κινητήρες υψηλής
απόδοσης, όπως οι
ηλεκτροκινητήρες
αυτοκινήτων και οι
ανεμογεννήτριες.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ
διαχρονικά στηρίζονταν
στην προμήθεια των
πρώτων υλών από τρίτες
χώρες πρόσφατα άλλαξε
προσανατολισμό, καθώς
αναγνωρίστηκαν οι στενές
σχέσεις ασφάλειας
εφοδιασμού και
βιομηχανικής ανάπτυξης
ενώ παράλληλα
εκτιμήθηκαν οι κίνδυνοι
εφοδιασμού λόγω
συσσώρευσης παραγωγής σε
ορισμένες χώρες με
κυρίαρχη την Κίνα από
όπου εισάγονται το 75
έως 100% πολλών πρώτων
υλών που χαρακτηρίστηκαν
πλέον ως κρίσιμες.
Η πράσινη συμφωνία που
προβλέπει τον μηδενισμό
των καθαρών εκπομπών
αερίων θερμοκηπίου έως
το 2050 οδηγεί στην
εφαρμογή νέων συστημάτων
οικολογικής παραγωγής,
αποθήκευσης και χρήσης
ενέργειας, νέων καυσίμων
και αναγωγικών μέσων με
βάση το υδρογόνο που
όμως απαιτούν
περισσότερες κρίσιμες
πρώτες ύλες. Σύμφωνα με
μελέτη της ΕΕ έως το
2050 θα χρειαστεί 60
φορές περισσότερο λίθιο
και 15 φορές περισσότερο
κοβάλτιο για τους
συσσωρευτές ηλεκτρικών
Οχημάτων και την
αποθήκευση ενέργειας.
Η μεγάλη αναμενόμενη
ζήτηση κρίσιμων πρώτων
υλών, εγείρει ανησυχίες
όχι μόνο για τον ασφαλή
εφοδιασμό αλλά και τη
σταθερότητα και
προβλεψιμότητα των τιμών
των πρώτων υλών που
άμεσα επηρεάζουν την
ανταγωνιστικότητα της
βιομηχανίας. Η Ευρώπη
στην προσπάθειά της να
αντιμετωπίσει το
πρόβλημα έχει υιοθετήσει
μια σειρά στρατηγικές
και σχέδια δράσης για
τις κρίσιμες πρώτες ύλες.
Η ενίσχυση δράσεων
αναζήτησης νέων
αποθεμάτων και ανάπτυξης
αποδοτικότερων και
ευφυών μεθόδων
πρωτογενούς παραγωγής
στην ΕΕ περιορίζοντας με
αυτόν τον τρόπο την
εξάρτησή της από τρίτες
χώρες, αποτελεί μια
δράση που καλείται να
υλοποιήσει η εξορυκτική
βιομηχανία, η οποία στην
Ελλάδα παίζει σημαντικό
ρόλο στην εθνική
οικονομία, ενισχύοντας
παράλληλα και την
ανταγωνιστικότητά της.
Επιπλέον ενισχύεται η
μετάβαση από τη γραμμική
στην κυκλική οικονομία,
όπου προωθείται η
αξιοποίηση αποβλήτων σε
άλλες παραγωγικές
μονάδες στο πλαίσιο της
βιομηχανικής συμβίωσης,
η ανάκτηση περιεχομένων
μετάλλων και συστατικών
στα βιομηχανικά απόβλητα
αλλά και η αξιοποίηση
προϊόντων μετά το τέλος
ζωής τους που αποτελεί
κίνητρο και πρόσκληση
για ανάπτυξη νέων
παραγωγικών προτύπων και
νέων καινοτόμων
επιχειρηματικών σχεδίων
στον χώρο των πρώτων
υλών. Ωστόσο,
εξακολουθεί να παραμένει
το σημαντικό ερώτημα
ευόδωσης των προσπαθειών
της γεωλογικής έρευνας
και έρευνας ανάπτυξης
τεχνικοοικονομικά
αποδεκτών μεθόδων
πρωτογενούς παραγωγής
και αξιοποίησης/ανακύκλωσης
αποβλήτων που να
καλύψουν τις προσδοκίες
της Ευρωπαϊκής Ένωσης
για επάρκεια πρώτων υλών.
*καθηγητής στη Σχολή
Μηχανικών Μεταλλείων -
Μεταλλουργών